Η ώρα ήταν γύρω στις 11 και καθώς δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω για να περάσει η ώρα μου, είχα συνδέσει την τηλεόραση μου και χάζευα κάνοντας ζάπινγκ. Κι ενώ είχα βολευτεί πάνω σε δύο κούτες βλέποντας τηλεόραση, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φάει τίποτα από το απόγευμα και πεινούσα αρκετά. Σηκώθηκα και απ΄ ότι είδα υπήρχαν μόνο κάτι μισοτελειωμένα μπισκότα από χθες. Επομένως η μόνη λύση ήταν να παραγγείλω κάτι απ έξω. Δεν είχα όμως ούτε φυλλάδια ούτε τηλέφωνα για να παραγγείλω.
«Υπέροχα» σκέφτηκα.
Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να φάω γιατί ήδη πεινούσα υπερβολικά. Μέχρι που μου πέρασε από το μυαλό το πιο απλό πράγμα που τόση ώρα δεν είχα σκεφτεί. Θα ρωτούσα ένα γείτονα κι επ ευκαιρία θα έκανα και γνωριμίες στη νέα μου πολυκατοικία. Από τους γείτονες μου δεν γνώριζα κανέναν εκτός από την Αγγελική μια κοπέλα γύρω στα 30 που έμενε από κάτω μου και είχαμε γνωριστεί όταν ήρθε στο διαμέρισμα μου να με ενημερώσει σχετικά με τα κοινόχρηστα. Κατέβηκα λοιπόν στον κάτω όροφο και της χτύπησα το κουδούνι. Επανέλαβα το χτύπημα μερικές φορές ακόμη μέχρι που συνειδητοποίησα ότι έλειπε, πράγμα που έκανε την απελπισία μου για το ότι θα έμενα νηστικός να μεγαλώνει. ¨Ώσπου ξαφνικά θυμήθηκα τον Βασίλη, ένα παιδί γύρω στα 23 που έμενε από πάνω μου. Τον είχα συναντήσει στο ασανσέρ όταν εγώ ανέβαζα κάτι κουτιά κι εκείνος επέστρεφε από τη δουλειά του. Μου είχε συστηθεί και μάλιστα μου είχε πει χαμογελώντας να τον ενοχλήσω για ό,τι χρειαστώ. Πως ήταν δυνατόν να τον είχα ξεχάσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα στον πέμπτο όπου ήταν το διαμέρισμα του και χτύπησα με βεβαιότητα το κουδούνι. Μετά από πέντε περίπου δευ... Läs hela novellen