Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι βρεθήκαμε σπίτι μου, τον είδα λίγο περίεργο.
Μου είπε ότι ήθελε να φορέσω το πιο καυτό μπικίνι μου και να πάμε για μπάνιο σε γνωστή παραλία της περιοχής μας.
Έτσι κι έγινε. Αφού βουτήξαμε και δροσιστήκαμε ξαπλώσαμε στις πετσέτες και μιλούσαμε για τις δουλειές μας.
Κάποια στιγμή έσκυψε και με φίλησε απαλά στα χείλια.
"Είσαι καύλα μωρό μου! Ξέρεις τι θέλω να κάνουμε?", με ρώτησε.
"Εδώ στην παραλία ξέχνα το", του απάντησα και γέλασε.
"Λοιπόν, εδώ και ώρα ο άντρας εκείνος πίσω σου έχει τρελαθεί να χαζεύει το κωλαράκι σου. Μην γυρίσεις, θα πάω να πάρω τίποτα καφέδες και νερά με το αμάξι", είπε και είδα στα μάτια του τι φανταζόταν.
"Πλάκα μου κάνεις? Δεν γίνετε έτσι στα καλά καθούμενα, ξέχνα το...", απάντησα μπάς και το αποφύγω.
"Έλα βρε μωρό μου είχαμε πεί ότι θα παίξουμε όταν μας δωθεί η ευκαιρία. Απλά άστον να έρθει μόλις φύγω ή αν δεν κάνει κίνηση πήγαινε εσύ. Αφού σε έχει φάει με τα μάτια του".
"Τελείωνε, φύγε και πάρε μου και τσιγάρα", αποκρίθηκα εκνευρισμένα και κοίταξα πάνω απο τον ώμο μου τον άγνωστο άντρα. Δεν ήταν άσχημος. Μαυρισμένος όσο έπρεπε, γύρω στα 45-50 ετών. Τον περιεργάστηκα για λίγο και ξαφνικά κατάλαβα ότι τόση ώρα μου χαμογελούσε.
Σαν μαγνητισμένη σηκώθηκα και πλησίασα με ένα τσιγάρο στο χέρι και ζήτησα φωτιά.
Μου έπιασε την κουβέντα και ήταν πολύ ευγενικός. Ο Κώστας είχε φύγει ώρα, αλλά είχα χάσει τον χρόνο.
"Εγώ μένω εδώ λίγο πιο πάνω! Έχω εξοχικό, αν θές μπορούμε να ανέβουμε να ξεπλυθείς απο τα αλάτια και να πιούμε κάνα ποτάκι! Φυσικά να έρθει και ο φίλος σου πρώτα", είπε και με ξάφνιασε.
Ένιωσα να κοκκινίζουν τα μάγουλα μου. Μια γλυκιά ζαλ... Läs hela novellen