Κάνω λοιπόν μια μικρή βόλτα μόνη μου μετά το φαγητό, ύστερα από το μάθημα και επιστρέφω στην γκαρσονιέρα που έχω νοικιασμένη. Δίπλα από μένα, σ ένα δυάρι μάλλον, μένει μια όμορφη κοπέλα, φοιτήτρια της Νομικής αυτή στο δεύτερο έτος. Το διαμέρισμά της είναι πάντα φωτισμένο και κάθε βράδυ ακούγονται μουσικές και γέλια. Κόσμος πηγαινοέρχεται σαν να γίνεται πάρτι και νιώθω τη ζήλια μου να φουντώνει. Καλά να ζω μέσα στην αφόρητη μοναξιά μιας ξένης πόλης. Αυτό Θα μπορούσα να το αντέξω, αλλά να βλέπω κόσμο να γλεντάει, να ακούω τα δυνατά τους γέλια και τραγούδια, αυτό δεν υποφέρεται με τίποτα.
Ξαπλώνω στο στενό μου ντιβάνι και δαγκώνω το μαξιλάρι από τη λύσσα μου. Γιατί να μην είμαι κι εγώ καλεσμένη στο γλέντι τους, σκέφτομαι. Μια δυο φορές που συναντηθήκαμε τυχαία στο διάδρομο η Νένα, η κοπέλα της διπλανής πόρτας, με χαιρέτησε καλοσυνάτα και μου χαμογέλασε ευχάριστα, αλλά εγώ μουρμούρισα μια τυπική καλημέρα και της γύρισα την πλάτη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντράπηκα να της μιλήσω αν και το μόνο που ήθελα ήταν η φιλία της. Βλέπετε η δειλία μου αποδείχτηκε μεγαλύτερη απ ότι περίμενα. Και στο λεωφορείο την έχω πετύχει να με κοιτάζει από μακριά αλλά και εκεί φέρθηκα σαν μαλακισμένη.
Πέρασαν έτσι τρεις μήνες, μέχρι την περασμένη εβδομάδα που άκουσα το απόγευμα μια φασαρία να έρχεται από δίπλα.
Η Νένα μάλωνε μ ένα αγόρι, φωνάζανε δυνατά και πρέπει να τη χτύπησε γιατί άκουσα κάτι σαν χαστούκι. Ούρλιαξε λέγοντάς του να φύγει από εκεί μέσα και να μην τολμήσει να ξαναπατήσει το πόδι του σπίτι της γιατί Θα του το κόψει σύρριζα. Κρότοι από σπασίματα έφτασαν στα αυτιά μου και βάζοντας στην άκρη κάθε μου... Läs hela novellen