Ο βοσκός ζούσε εκεί από πολλά χρόνια με τη γυναίκα του. Εδώ και πέντε χρόνια όμως ήταν χήρος. Δεν κατέβαινε ούτε στο κοντινό χωριό. Ζούσε στο δάσος σαν ερημίτης. Δυο φορές το χρόνο ερχόταν συνεργείο ναυλωμένο από μια εταιρεία και έπαιρνε την παραγωγή του και σαν αντάλλαγμα τον εφοδίαζε με τρόφιμα. Δεν τον ένοιαζαν οι ανέσεις, ζούσε ζωή σκληροτράχηλη, με πολλή δουλειά, εξ άλλου το κλίμα στο δάσος ήταν ήπιο όλο το χρόνο κι έτσι δεν υπήρχαν απαιτήσεις για βαριά ρούχα.
- Καλημέρα παππού. Υπάρχει λίγο νερό; Διψώ αφόρητα.
Ο βοσκός τινάχτηκε από την άγνωστη φωνή που δεν περίμενε και στράφηκε προς το μέρος του νεαρού. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα, όπως γίνεται στη συνάντηση δύο αγνώστων. Ο βοσκός, ήταν ένας πανύψηλος μεσόκοπος, γύρω στα 55, φορούσε ένα φαρδύ κουρελιασμένο παντελόνι της δουλειάς και ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Το σώμα του, ιδρωμένο και γεροδεμένο, με τεράστια μούσκουλα και πολύ τριχωτό, ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σουλούπι που έδειχνε φανερά την ηλικία του. Το πρόσωπο μαυριδερό, ρυτιδιασμένο, αξύριστο, με δύο μάτια σακουλιασμένα, σωστές κουμπότρυπες, βυθισμένα σε πυκνά γκριζωπά φρύδια. Στο πάνω χείλος ένα ... Läs hela novellen